Ανακοίνωση για τη συνάντηση στο ΥΠΑΙΘ σχετικά με τη διαβάθμιση των μουσικών σπουδών

στις

Την Πέμπτη 29/2 αντιπροσωπεία του Δ.Σ. του Συλλόγου μας είχε συνάντηση με τη νέα διϋπουργική Ομάδα Εργασίας, για το θέμα της διαβάθμισης των μουσικών σπουδών. Το Σύλλογο εκπροσώπησαν ο πρόεδρος Νίκος Παναγιωτίδης, ο αντιπρόεδρος Γεράσιμος Χοϊδάς και ο γραμματέας Νίκος Χατζηελευθερίου. Από την πλευρά της πολιτείας οι γενικοί γραμματείς των δύο συναρμόδιων υπουργείων, Γιώργος Βούτσινος (παιδείας) και Ελένη Δουνδουλάκη (πολιτισμού), υπηρεσιακοί παράγοντες, νομικοί σύμβουλοι και ο πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης (ΕΟΠΠΕΠ).

Διαπιστώσαμε ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν πλέον πολύ καλή ενημέρωση για τα θέματα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και δηλώνουν αποφασισμένοι να δώσουν λύσεις. Είχαμε την ευκαιρία να εκθέσουμε διεξοδικά τις θέσεις μας και έχουμε την πεποίθηση ότι έγιναν κατανοητές. Το αν θα γίνουν και αποδεκτές, είναι προφανώς αβέβαιο.

Οι θέσεις μας κινήθηκαν στο γνωστό σε όλους μας πλαίσιο, ότι τα Ωδεία είναι οι μόνες εκπαιδευτικές δομές που παρέχουν ολοκληρωμένο πρόγραμμα σπουδών στην μουσική τέχνη, καθώς εκτείνονται από την νηπιακή έως την ακαδημαϊκή ηλικία, με επίκεντρο την σπουδή του μουσικού οργάνου και με τις απαραίτητες για την ανάλυση και ερμηνεία του μουσικού έργου θεωρητικές γνώσεις. Είναι σχολές που παράγουν κατά βάση επαγγελματίες εκτελεστές και δασκάλους οργάνων (έννοιες αλληλένδετες) καθώς και θεωρητικών σπουδών.

Τα επιχειρήματά μας βασίστηκαν σε δύο άξονες, που αφορούν στο καθαυτό μαθησιακό αποτέλεσμα των σπουδών. Ο ένας είναι ότι αυτό δεν μπορεί καν να συγκριθεί με τις περιγραφόμενες στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων μουσικές δεξιότητες επιπέδου 5, ο άλλος ότι στο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων έχει ήδη καταταγεί στο επίπεδο 6. Και η αντιστοιχία του Εθνικού με το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Προσόντων είναι κατά το νόμο υποχρεωτική.

Tο αίτημα του κλάδου μας επομένως συμπυκνώνεται στο εξής: νομοθετική ρύθμιση για την επαναφορά των Ανωτέρων Σχολών (όλων των τεχνών) στην τρίτη βαθμίδα της εκπαίδευσης, όπως ήταν έως το 2001. Με τα ανάλογα επαγγελματικά δικαιώματα, εκτέλεσης και διδασκαλίας, τα οποία διατηρούμε επί δεκαετίες.

Η αντίσταση της πολιτείας σε αυτό το αίτημα στερείται βάσεως: επικαλούνται το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο (αυτό που εμείς ζητάμε να αλλάξει) το οποίο αναγνωρίζει δύο κατηγορίες ανώτερης εκπαίδευσης, την πανεπιστημιακή (επιπέδου 6) και την επαγγελματική (επιπέδου 5) – και άρα αφού δεν χωράμε στην πρώτη πρέπει να αρκεστούμε στη δεύτερη. Προσθέτοντας και τον ισχυρισμό ότι η Ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης έχει καταργηθεί.

Απαντήσαμε ότι είναι καθαρά ζήτημα βούλησης της πολιτείας. Η Ανώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης προβλέπεται ακόμα από το Σύνταγμα, αναφέρεται στο Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων και είναι ακριβώς αντίστοιχη των τριτοβαθμίων μη πανεπιστημιακών σχολών στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και πρέπει να διορθωθεί η αδικία του εξοβελισμού της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης από την τρίτη βαθμίδα.

Η διέξοδος που έχουν επεξεργαστεί τα υπουργεία είναι η διαδικασία της διαπερατότητας, που σημαίνει πρόσθετες σπουδές σε ΑΕΙ προς κτήση πανεπιστημιακού τίτλου. Μέτρο που συζητείται από πέρσι, καταρχήν θετικό ως επιλογή για όποιον θέλει να προχωρήσει σε μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές, αλλά που δεν παύει να σημαίνει πρόσθετα έτη σπουδών. Γι’ αυτό προϋποθέτει την ορθή διαβάθμιση των λεγομένων πρώτων πτυχίων. Η κατάταξη στο επ. 5 σημαίνει δύο πράγματα: κατά τεκμήριο περισσότερα πρόσθετα εξάμηνα σπουδών απ’ ό,τι η κατάταξη στο 6 και παράλληλα σοβαρό περιορισμό στα επαγγελματικά δικαιώματα και τις ακαδημαϊκές προοπτικές μας.

Ως προς το πρώτο, υπάρχει μιά αόριστη υπόσχεση ότι θα υπερβούμε την ισχύουσα ρύθμιση που προβλέπει κατατακτήριες εξετάσεις για σπουδές σε ΑΕΙ από το 3ο εξάμηνο (άρα κατ’ ελάχιστο 3 χρόνια), χωρίς όμως καμία διασφάλιση για το τι είδους ρύθμιση θα υπάρξει.

Ως προς το δεύτερο, εξηγήσαμε διεξοδικά την διαφαινόμενη περικοπή μέχρις εξαφανίσεως των επαγγελματικών μας δικαιωμάτων, αφού πρακτικά, από το επίπεδο 5 σε οποιαδήποτε προκήρυξη θέσης εργασίας (αρχικά στο δημόσιο, αλλά στο κοντινό μέλλον και τον ιδιωτικό τομέα) θα είμαστε στην ουρά οι τελευταίοι, πίσω από αποφοίτους πανεπιστημίων, τει, κολλεγίων και ξένων ιδρυμάτων που θα έχουν πιστοποιηθεί στο επίπεδο 6. Έτσι παύει να είναι δικαίωμα η κτήση του ακαδημαϊκού τίτλου και καθίσταται ουσιαστικά υποχρεωτική, ως όρος για την επαγγελματική μας επιβίωση.

Επισημάναμε ότι είναι παγκόσμια πρωτοτυπία η προαπαιτούμενη απόκτηση ακαδημαϊκού τίτλου για την διδασκαλία μουσικού οργάνου. Επίσης ότι θα είμαστε εσαεί υποδεέστεροι αν αναζητήσουμε εργασία ή και σπουδές στο εξωτερικό, καθώς δεν θα είναι πλέον δυνατό να γίνουμε δεκτοί σε μεταπτυχιακά προγράμματα. Παράλληλα υπάρχουν ήδη προβλήματα ως προς τα ευρωπαϊκά προγράμματα που αφορούν συνεργασίες, ανταλλαγές (Erasmus) κλπ. διότι τα σχετικά προγράμματα και οι χρηματοδοτήσεις αναφέρονται σε ομότιμα ιδρύματα. Η Ελλάδα λοιπόν είναι η αρνητική εξαίρεση που προσπαθεί να κρατήσει τους καλλιτέχνες της από πλευράς πιστοποίησης προσόντων σε επίπεδο χαμηλότερο από όλης της Ευρώπης, συμπιέζοντάς τα στη Δευτεροβάθμια (μεταλυκειακή) εκπαίδευση. 

Ακούγεται ίσως εντυπωσιακό, αλλά δεν υπάρχει απολύτως κανένα αντεπιχείρημα προς αυτές τις θέσεις. Προφανώς τα κριτήρια της πολιτείας είναι οι πιέσεις που υφίσταται και οι ισορροπίες που πρέπει ή θέλει να κρατήσει. Τόσες συναντήσεις, τόσοι υπηρεσιακοί παράγοντες και νομικοί σύμβουλοι, δεν βρέθηκε ποτέ ούτε ένας να μας πει ότι αυτά που ζητάμε δεν γίνονται για τον οποιονδήποτε ουσιαστικό ή νομικό λόγο. Παρά μόνο το αυτονόητο, ότι «δεν προβλέπονται στο ισχύον πλαίσιο». Εμείς τοποθετηθήκαμε σαφώς ότι οι τέχνες δεν είναι επιστήμες, αλλά δεν είναι και κατώτερες των επιστημών. Είναι ένας άλλος, ιδιαίτερος χώρος που χρειάζεται και ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Και ναι μεν η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου εκφεύγει των αρμοδιοτήτων της συγκεκριμένης επιτροπής, αλλά θα πρέπει τελικά στην εισήγησή της να καταγράψει τη διεκδίκησή μας.

Εκτός των αντιστάσεων της πολιτείας, μεγάλο πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν και Σωματεία καλλιτεχνών που συντάσσονται με τις θέσεις των υπουργείων! Πλησιάζει όμως η ώρα της ευθύνης και όλοι θα κριθούμε για τις θέσεις που θα πάρουμε ως προς το κεντρικό ζήτημα: εάν θα αγωνιστούμε με όλα τα μέσα (και τις όποιες ελπίδες) για μιά καλύτερη κατάταξη των επαγγελματικών μας προσόντων, ή απλά θα δεχτούμε ό,τι μας δίνουν και θα συζητήσουμε μόνο τις τεχνικές και διαδικαστικές λεπτομέρειες.

Ας αναφέρουμε ότι κάποιο μέρος της συζήτησης είχε ενημερωτικό χαρακτήρα: είναι γεγονός ότι έχουμε πλέον κερδίσει την εκτίμηση και εμπιστοσύνη και των δύο υπουργείων, μας θεωρούν σοβαρούς συνομιλητές, επαγγελματίες, γνώστες του αντικειμένου μας και αντιλαμβάνονται ότι δεν κάνουμε πολιτική, κομματική ή συντεχνιακή, αλλά θέλουμε να βοηθήσουμε να βρεθούν λύσεις. Και έτσι μας ζήτησαν και δώσαμε πολλές πληροφορίες και ιδέες για διάφορα ζητήματα – φύση των σπουδών, διαφορές μεταξύ πτυχίων και διπλωμάτων, διάρθρωση θεωρητικών σπουδών και άλλα ζητήματα στα οποία δεν είναι (πια) άσχετοι, αλλά λογικά δεν μπορούν να έχουν και την πλήρη εικόνα. Και είναι σημαντικό ότι οι επαφές μας θα συνεχιστούν, και όσο μας θεωρούν χρήσιμους θα έχουμε και περισσότερες ευκαιρίες να επιμένουμε σε αυτά που διεκδικούμε.

Συναδέλφισσες και συνάδελφοι, το επόμενο διάστημα είναι απολύτως κρίσιμο για την έκβαση των επιδιώξεών μας. Γι’ αυτό καλούμε για μία ακόμη φορά όλους να συνταχθούν στο πλευρό μας, να ενταχθούν στον Σύλλογο, να συμμετέχουν στις Συνελεύσεις, να είναι έτοιμοι και για δυναμικές κινητοποιήσεις αν χρειαστεί. Η δύναμή μας είναι ο αριθμός μας, περισσότερο και από τα επιχειρήματά μας…

Tο Δ.Σ. του ΠΣΑΩ